- στραγγεία
- στραγγεία, ἡ,A hesitation, loitering, rejected by Poll.9.137; restd. for στρατεία in M.Ant.4.51, and for στρατηγία in Hsch. s.v. τευτασμός.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στραγγεία — στραγγείᾱ , στραγγεία hesitation fem nom/voc/acc dual στραγγείᾱ , στραγγεία hesitation fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στραγγεία — ἡ, Α [στραγγεύω] δισταγμός, επιφυλακτικότητα … Dictionary of Greek
στραγγεῖα — στραγγεῖον medicine dropper neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τευτασμός — ὁ, Α [τευτάζω] (κατά τον Ησύχ.) «στραγγεία» … Dictionary of Greek